- καλαμοδόχη
- ηδοχείο όπου τοποθετούσαν τα καλάμια τής υφαντικής, τα πηνία, τα μασούρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο-δόχη, τεφρο-δόχη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek